σύμβολος — meeting by chance masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξύμβολος — σύμβολος , σύμβολος meeting by chance masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμβόλους — σύμβολος meeting by chance masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύμβολοι — σύμβολος meeting by chance masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποσύμβολος — ον, Α 1. κρυμμένος, καλυμμένος κάτω από σύμβολα 2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ ὑποσύμβολα ασαφής γλώσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + σύμβολος (< σύμβολον), πρβλ. εὐ σύμβολος] … Dictionary of Greek
АСИМБОЛ — • Asymbŏlus, ασύμβολος, называлось лицо, не вносившее своей доли (συμβολή) для устраиваемого на общий счет пикника (см. Έρανοι, Эраны) и участвовавшее в нем даром. Ter. Phorm. 2, 2, 25. Лицо это называлось также immunis, Horat. Od. 4 … Реальный словарь классических древностей
disímbolo — ► adjetivo México Que es disímil, disconforme o diferente. * * * disímbolo, a (de «dis 1» y el gr. «sýmbolos», que se junta con otra cosa; ant. y Méj.) adj. *Distinto o *disconforme. * * * disímbolo, la. (De dis 1 y el gr. σύμβολος, que se junta… … Enciclopedia Universal
συμβόλαιος — αία, ον, Α αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε συμβόλαιο, σε γραπτή συμφωνία για αναγνώριση οφειλής ή δανείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύμβολος, ον + κατάλ. αιος (πρβλ. προβόλ αιος: πρόβολος)] … Dictionary of Greek
σχοινιοσύμβολος — ὁ, Α σχοινοπλόκος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχοινίον + σύμβολος (< συμβάλλω)] … Dictionary of Greek
σύμβολο — το / σύμβολον, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύμβολον και σύββολον Α 1. παραστατικό σημείο, έμψυχο ον ή πράγμα που αντιπροσωπεύει κατά σύμβαση ορισμένη έννοια, τής οποίας αποτελεί την εικόνα, το χαρακτηριστικό γνώρισμα, το έμβλημα (α. «ο σταυρός είναι το… … Dictionary of Greek